- συλλόγῳ
- σύλλογοςassemblymasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυλλόγῳ — συλλόγῳ , σύλλογος assembly masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλόγωι — συλλόγῳ , σύλλογος assembly masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιξενούμαι — ἐπιξενοῡμαι, όομαι (AM) [επίξενος] φιλοξενούμαι μσν. 1. ταξιδεύω 2. (η μτχ. παρακμ. ως ουσ.) ταξιδιώτης αρχ. 1. μένω στην αλλοδαπή, ξενιτεύομαι («μὴ πρέπειν ἐπιξενοῡσθαι τοῑς τηλικούτοις», Ισοκρ.) 2. πάπ. επισκέπτομαι άλλον τόπο 3. έχω σχέσεις… … Dictionary of Greek